- κατάπλαση
- η (Α κατάπλασις) [καταπλάσσω]εφαρμογή εμπλάστρου ή καταπλάσματος πάνω σε σημείο τού σώματος που πάσχεινεοελλ.ιατρ.1. καταπλασία*2. το στάδιο παρακμής ενός οργανισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπλάσῃ — καταπλάσηι , κατάπλασις plastering fem dat sg (epic) καταπλάσσω plaster over aor subj mid 2nd sg καταπλάσσω plaster over aor subj act 3rd sg καταπλάσσω plaster over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)